καταπίστευση

καταπίστευση
η
1. γεν. το να εμπιστεύεται κάποιος κάτι σε άλλον
2. (αστ. δίκ.) η καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία, βλ. καταπιστευματικός, -ή, -ό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιστεύω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπίστευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • καταπιστευματικός — και καταπιστευτικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο καταπίστευμα 2. φρ. α) «καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία» η δικαιοπραξία με την οποία συνειδητά και σκόπιμα μεταβιβάζεται στον έναν από τους συναλλασσόμενους μεγαλύτερη νομική εξουσία από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”