- καταπίστευση
- η1. γεν. το να εμπιστεύεται κάποιος κάτι σε άλλον2. (αστ. δίκ.) η καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία, βλ. καταπιστευματικός, -ή, -ό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιστεύω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπίστευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.